- περιχειρίδα
- η, Ν1. το γύρω από τα άκρα τών χεριών μέρος τής ενδυμασίας ή τής πανοπλίας2. το μανσόν της γυναικείας χειμερινής ενδυμασίας3. το γάντι.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + χείρ, χειρός + επίθημα -ίδα, απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. manchon. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.